αἰσχυντηλία

αἰσχυντηλία
αἰσχυντηλίᾱ , αἰσχυντηλία
bashfulness
fem nom/voc/acc dual
αἰσχυντηλίᾱ , αἰσχυντηλία
bashfulness
fem nom/voc sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αισχυντηλία — αἰσχυντηλία, η (Α) [αἰσχυντηλός] αιδημοσύνη, ντροπαλότητα, συστολή …   Dictionary of Greek

  • αἰσχυντηλίαν — αἰσχυντηλίᾱν , αἰσχυντηλία bashfulness fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αισχυντηλός — ή, ό (Α αἰσχυντηλός, ή, όν) ντροπαλός, συνεσταλμένος αρχ. 1. (για πράγματα) αυτός που προκαλεί την ντροπή 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ αἰσχυντηλόν η αιδημοσύνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ρημ. επίθ. αἰσχυντὸς < ρ. αἰσχύνω. ΠΑΡ αρχ. αἰσχυντηλία] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”